Το παγκόσμιο κράτος του τραπεζίτη

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *
Μια και φαντάζομαι πως οι περισσότεροι Έλληνες έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τα στοιχεία και την λογική της δικής μας ανάλυσης για την κρίση...

 καθώς οι εξελίξεις αποδεικνύουν την ορθότητα της προσέγγισής μας, ήρθε μάλλον η στιγμή να εστιάσουμε απερίφραστα στον πολιτικο-οικονομικό πυρήνα του προβλήματος. Τώρα που ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί του καθεστώτος στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται την υπόσταση της χώρας μας ως πιόνι στην διεθνή σκακιέρα, όπου ο τραπεζίτης βρίσκεται απέναντι στον παραδοσιακό έμπορο και τον παραδοσιακό βιομήχανο, το χρηματοπιστωτικό λόμπυ απέναντι στο παραδοσιακό κράτος και την λαϊκή κυριαρχία, ενώ η παγκόσμια διακυβέρνηση απέναντι στις τοπικές κοινωνίες και τις εθνικές κυβερνήσεις, ήρθε η στιγμή μάλλον πιο ώριμα να προσεγγιστούν οι τάσεις για νέες σχέσεις εξουσίας παγκοσμίως και ο οικονομικός πόλεμος, όπως παρουσιάστηκαν μέσω των γραμμών μας αρκετά πριν από την κρίση και μέχρι σήμερα (ουσιαστικά από το 2007).

Υποθέτω επίσης ότι ολοένα και περισσότεροι θα αντιλαμβάνεστε πλέον το έγκλημα που διέπραξε η πολιτικοεπιχειρηματική τάξη της χώρας και οι επικοινωνιακοί της εκπρόσωποι, με κύριο ασφαλώς φορέα τον Γιώργο Παπανδρέου, οι οποίοι αντί από την αρχή να αναλύσουν σε βάθος την απειλή για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και την ελληνική κοινωνία, επιδόθηκαν σε έναν αγώνα χυδαίας παρουσίασης των οικονομικών σχέσεων στην Ελλάδα και ύβρεων εναντίον του διεφθαρμένου ελληνικού λαού. Γνωρίζοντας οι ίδιοι από πρώτο χέρι το πελατειακό δημιούργημά τους, φρόντισαν να εξευτελίσουν διεθνώς την χώρα, διότι, κατά έναν απολύτως γελοίο τρόπο, πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν από τα πολιτικά τους προϊόντα, από τα σκάνδαλα, την διαφθορά και την διαπλοκή που τους χαρακτηρίζει.
 

Με αυτήν την κουλτούρα και αυτά τα μυαλά ήταν πολύ εύκολο να καταστήσουν την χώρα αναλώσιμο πιόνι στα χέρια του χρηματιστή της παγκοσμιοποίησης, ο οποίος έκρινε  ότι αυτήν την περίοδο θα μπορούσε να ασκήσει καθοριστικές πιέσεις για την διάλυση των παραδοσιακών αστικών δομών στα κράτη και στις περιοχές του κόσμου, όπου αυτές για τον ένα ή τον άλλο λόγο εμπόδιζαν την μεγέθυνση του ποσοστού του λεγόμενου «ιδρυτικού κέρδους». Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο σύγχρονος μηχανισμός αύξησης της συγκέντρωσης κεφαλαίου, ενώ αποτελεί το μοναδικό κίνητρο για να σχηματισθούν σήμερα εταιρίες που αποσκοπούν στην διαμόρφωση μιας χρηματιστικής ελίτ μεγαλομετόχων. Επιχειρείται με δύο λόγια, οι ιδρυτές των σύγχρονων εταιριών που ταυτίζονται με τραπεζικά συμφέροντα, να συνεχίσουν να ρευστοποιούν τις επιχειρήσεις τους στην αγορά πουλώντας αέρα: πουλώντας δηλαδή στο πολλαπλάσιο το ποσοστό του επενδυμένου πραγματικά κεφαλαίου τους. Αυτό, φίλοι, δημιουργεί «φούσκα» στην αγορά η οποία φουσκώνει ταυτόχρονα την τσέπη μιας ελίτ «επιτυχημένων», ελεεινών κερδοσκόπων δηλαδή, που καρπούνται την διαφορά από την ρευστοποίηση της επιχείρησής τους σε σχέση με το πραγματικό κεφάλαιο που διέθεσαν για την απόκτησή της. Έτσι βάζουν άμεσα στο χέρι το ελεύθερο χρηματικό κεφάλαιο, πουλώντας υπερτιμημένα χρεόγραφα.
 

Το παιχνίδι αυτό ανέλαβαν οι ίδιοι «κύριοι» να κάνουν και με τα κρατικά ομόλογα, εν ονόματι των κρατών, ασφαλώς. Κι έτσι με την παράλληλη δημιουργία «φούσκας» στην αγορά των αντίστοιχων ομολόγων, επιχείρησαν να αποκτήσουν τον πολιτικό έλεγχο, όπως ακριβώς στην περίπτωση των επιχειρήσεων κατέκτησαν την κυρίαρχη θέση στην δομή των σύγχρονων εταιριών. Η διαδικασία αυτή κορυφώνεται σήμερα με την πρόκληση δημοσιονομικής κρίσης τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Ο αγώνας για παραπέρα συγκεντροποίηση του ελέγχου της ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος πάνω στο κεφάλαιο συνδυάζεται αναγκαστικά πλέον με την μεθόδευση αυτής της διεθνούς ελίτ να κυριαρχήσει πολιτικά στον κόσμο μέσω ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης. Εάν δεν πραγματοποιηθεί το δεύτερο, αποκλείεται να ολοκληρωθεί το πρώτο, όπως διαπιστώνουμε οι μελετητές της ιστορίας του καπιταλισμού, καθώς όσες φορές μέχρι τώρα επιχειρήθηκε απέτυχε, καταλήγοντας μάλιστα σε δύο από αυτές σε παγκόσμιους πολέμους.
Με άλλα λόγια, η σημερινή διεθνής κρίση που ασφαλώς ξεπερνά κατά πολύ την παθογένεια που χαρακτηρίζει στην Ελλάδα την σχέση των δημόσιων κεφαλαιουχικών δαπανών σε σχέση με τις δημόσιες μεταβιβαστικές πληρωμές και την δημόσια κατανάλωση, εξαιτίας της επικράτησης του πελατειακού καθεστώτος, συνδέεται με το ιδεολόγημα του χρηματιστικού κεφαλαίου και την σύγκρουσή του με το παραδοσιακό κράτος στην επιχείρηση δημιουργίας του παγκόσμιου κράτους του τραπεζίτη. Το «αστείο» μάλιστα, της υπόθεσης είναι ότι το ιδεολόγημα αυτό το οποίο υπηρετείται από τους νεοφιλελεύθερους και τους μετασοσιαλιστές, δεν είναι απλώς αντίθετο με την σοσιαλιστική ιδεολογία, αλλά και με τον ίδιο τον φιλελευθερισμό. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιμάχεται την ελευθερία στο εμπόριο και επιδιώκει την απόλυτη κυριαρχία στην διάρθρωση της παραγωγής και της κυκλοφορίας του χρήματος.
Ο χρηματιστής και ο τραπεζίτης χλευάζουν τον ατομικό καπιταλιστή και διασκεδάζουν με την αφελή οικονομική λειτουργία της μεσαίας τάξης. Τούτοι φαντάζουν στους πρώτους σαν υπανάπτυκτες πολιτικο-οικονομικές οντότητες που στηρίζουν την κοινωνική τους ύπαρξη στους ξεπερασμένους δημοκρατικούς θεσμούς των σημερινών κρατών. Οι δημοσιονομικές διευθετήσεις που απαιτούνται αυτήν την περίοδο από το χρηματοπιστωτικό λόμπυ ώστε να «ξανακερδηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών», αποσκοπούν στην ευθυγράμμιση εργαζομένων και παραδοσιακών επιχειρηματιών στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών που ισχυρίζονται ότι έχουν την ικανότητα και την αποκλειστική γνώση να οδηγήσουν τον ανταγωνισμό του κεφαλαιοκρατικού συστήματος σε ένα υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης. Για να πραγματοποιήσουν αυτόν τον στόχο οι άνθρωποι του «έξυπνου χρήματος» χρειάζονται ένα παγκόσμιο κράτος (παγκόσμια διακυβέρνηση) που να εγγυάται την εναρμόνιση των συμφερόντων όσων κατέχουν συγκεντρωτικά το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος στον κόσμο. Έτσι πιστεύουν ότι θα εξαλειφθεί η αναρχία που παράγεται από την ανάπτυξη φιλελεύθερων δομών. Το «παγκόσμιο κράτος» που ονειρεύονται και για την δόμηση του οποίου προκαλούν την σημερινή κρίση, πρέπει να είναι πολιτικά πανίσχυρο ώστε μέσω της αναμφισβήτητης διεθνούς πολιτικής επιρροής του να μετατρέψει όλο τον κόσμο σε ένα κοινό πεδίο επένδυσης, διαμορφώνοντας παράλληλα μία κοινή εμπορική πολιτική για όλα τα επιμέρους κράτη, που έτσι θα μετατραπούν σε «κρατίδια», ασχέτως του μεγέθους τους.
 

Κάπως έτσι κηρύσσεται μια νέα αστική επανάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από την επεκτατική πολιτική των τραπεζιτών εις βάρος των συμφερόντων των μικροαστών και των μεσοαστών. Οι παλαιοί ανεξάρτητοι έμποροι και βιομήχανοι έχασαν πλέον την ελευθερία τους και υποθηκευμένοι στα μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα αυτών των σύγχρονων χρηματιστών νοιώθουν απολύτως αδύναμοι και εξασθενημένοι, δίχως μάλιστα να μπορούν να χρησιμοποιήσουν την πολιτική δύναμη που θεωρούσαν ότι διέθεταν μέσω των παραδοσιακών πολιτικών συστημάτων. Από την άλλη δεν έχουν την γνώση και την κουλτούρα να προσεγγίσουν πολιτικά τα λαϊκά στρώματα. Οι περισσότεροι από αυτούς μοιάζει να τα έχουν χαμένα συνειδητοποιώντας ότι θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι της νέας φάσης της παγκοσμιοποίησης.
 

Ενώ, φίλοι, οι ρίζες του σύγχρονου κράτους θα πρέπει να αναζητούνται στους αγώνες των εθνών για ενοποίηση, η βάση της σημερινής επιχείρησης παγκόσμιας διακυβέρνησης θα πρέπει να εννοείται στο πλαίσιο της ενοποίησης του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η φιλοδοξία της παλαιάς αστικής τάξης για πολιτική δύναμη και ευημερία που βρήκε τα φυσικά της όρια στον σχηματισμό των εθνικών κρατών, μετατρέπεται τώρα σε φιλοδοξία μιας παγκόσμιας χρηματιστηριακής ελίτ να επιβληθεί πάνω σε όλες τις κρατικές δομές. Οι πιο ισχυρές από αυτές (π.χ. Γερμανία) πολιορκούνται σκληρά σε έναν αγώνα δίχως όρια, όπως είναι η στρατηγική για την επίτευξη «ιδρυτικών κερδών», που θεωρητικά αναζωογονεί το καπιταλιστικό κίνητρο. Με αυτό τον τρόπο το χρηματικό κεφάλαιο γίνεται ο απόλυτος κατακτητής του κόσμου, διαμορφώνοντας ένα μονοπωλιακό καθεστώς εξουσίας παγκοσμίως που δεν αναγνωρίζει πλέον το δικαίωμα της πολιτικής αυτοδιάθεσης και αυτοκυβέρνησης, ενώ παράλληλα αμφισβητεί ενεργά την δημοκρατική οργάνωση των κοινωνιών.
 

Η κάθε τοπική κοινωνία μέσω δημοσιονομικών μέτρων εντάσσεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, όπου η φτωχοποίηση είναι ο κανόνας, ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωση, εν ονόματι ασφαλώς της μελλοντικής ανάπτυξης, που θα επέλθει στο βαθμό που αποκατασταθεί η δυνατότητα μεγέθυνσης των «ιδρυτικών κερδών» - με την άνοδο των χρηματιστηρίων φυσικά. Ο τρόπος αυτός ολοκλήρωσης του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι άγνωστος στην επιστήμη, συνεχίζουν όμως να είναι άγνωστες οι επιμέρους πολιτικές διευθετήσεις και η σχετική κοινωνική δυναμική που αναπτύσσονται στην συγκυρία. Τα τελευταία είναι οι μεταβλητές που θα κρίνουν τελικά το παιχνίδι με την έννοια των αποτελεσμάτων και της κατεύθυνσης της κρίσης. Το βέβαιο είναι ότι μικρές χώρες σαν την Ελλάδα δεν θα έπρεπε με πολιτικό θράσος της ηγεσίας τους να εκτεθούν δίχως καμία απολύτως άμυνα σε αυτό το παγκόσμιο παίγνιο, ενοχοποιώντας μάλιστα την κοινωνία και υιοθετώντας άκριτα μία «θεραπεία σοκ» που δεν ήταν ικανή να θεραπεύσει απολύτως τίποτα εντός αυτού του διεθνούς περιβάλλοντος.

Ανόητοι ηγετίσκοι με μυαλά πάνω από το κεφάλι, έθεσαν τα συμφέροντα της χώρας σε μεγάλο κίνδυνο, καθιστώντάς την τον δούρειο ίππο της χρηματοπιστωτικής ελίτ στην επιχείρηση διάλυσης της ευρωζώνης. Η Ελλάδα, όπως είπε ο πρωθυπουργός, «πρώτη μπήκε στην κρίση, πρώτη θα βγει». Το ζήτημα είναι, όμως, πώς θα βγει και από πού θα απαιτηθεί να βγει. Από το τελευταίο θα έπρεπε κανείς να ξεκινήσει για να αναπτύξει την στρατηγική του στο πλαίσιο της κρίσης. Το ερώτημα που ο ίδιος δεν έχω πετύχει να απαντήσω είναι, μήπως πράγματι αυτοί που καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις στην Ελλάδα και εκείνοι που τις προκαλούν είχαν ήδη έτοιμο το σχέδιο «εξόδου» της χώρας πολύ πριν κηρυχτεί αυτή ναυαγισμένη. Εάν δεν το είχαν σχεδιάσει από την αρχή, τότε είναι ακόμη πιο επικίνδυνοι από ότι φαντάζομαι.


* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.