Η τελευταία δραματική εξομολόγηση του Μανώλη Ρασούλη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο: “Με πέταξαν στον κάδο. Είµαι άνεργος και αχρήµατος και ηλικιωµένος”

“Δεν έχω να πληρώνω ούτε το νοίκι μου. Με πέταξαν στον κάδο από την ΕΡΤ”
Μέσα από την στήλη του σήμερα στα ΝΕΑ, ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος αποκαλύπτει τις δύσκολες ώρες που περνούσε ο Μανώλης Ρασούλης, ο οποίος δεν είναι τυχαίο τελικά οτι έφυγε μόνος και αβοήθητος και βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του μετά από 7 ημέρες!

Γράφει ο Λ. Παπαδόπουλος:
“Εφυγε παραπονεµένος. Πικραµένος. Μιλάω για τον σπουδαίο στιχουργό Μανώλη Ρασούλη, που τον βρήκαν νεκρό την περασµένη Κυριακή στο σπίτι του, στη Θεσσαλονίκη. Και ήταν πράγµατι σπουδαίος. Θυµίζω αµέσως µερικά τραγούδια του µε τον Λοΐζο, τον Ξυδάκη, τον Νικολόπουλο, τον Παπάζογλου και τον Βαγιόπουλο, που άφησαν εποχή: «Ολα σε θυµίζουν», «Οι µάγκες δεν υπάρχουν πια», «Ελα στην παρέα µας φαντάρε», «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», «Τίποτα δεν πάει χαµένο», «Τρελή κι αδέσποτη», «Γύφτισσα τον εβύζαξε», «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ», «Οι νταλίκες», «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε».
Τον Ρασούλη, µου τον γνώρισε ο Λοΐζος. Ηταν πολύ φίλοι. Ο Μάνος, µάλιστα, τον είχε χρησιµοποιήσει και σε κάποια χορωδιακά τραγούδια του ως τραγουδιστή. Τον αγαπούσε και κάνανε παρέα. Μερικές φορές θύµωνε µαζί του, γιατί ο Ρασούλης ήταν καλόκαρδος, αλλά και παράξενος. Το µυαλό του, όµως, έπαιρνε χιλιάδες στροφές. Ταλαντούχο άτοµο! Με ό,τι καταπιάστηκε _ δηµοσιογραφία, εκδόσεις, µουσικές παραγωγές, ραδιόφωνο, στίχους _ τα πήγε περίφηµα.
Πριν από έναν µήνα ήρθε να µε βρει στην ταβέρνα της Μίνας. Ηταν και ο γιος µου µαζί. Και ο Λιάνης. Μου έδωσε ένα γράµµα για να το δηµοσιεύσω στις «Ματιές». ∆ηµοσίευσα ένα τµήµα του. Μέσα από τις γραµµές του, βγαίνει η αγωνία του και η στενοχώρια του. Αντιγράφω µερικές παραγράφους: «Αρτι αφιχθείς από την Αυστραλία, όπου πήγα για έναν µήνα ν’ αλλάξω παραστάσεις, να πάρω µια ανάσα γιατί µοιάζω µε µωρό στη φωτιά και αρχαία σκουριά, µε όλα τούτα τα τεκταινόµενα εγχωρίως, πληροφορήθηκα ότι οι ιθύνοντες µου έκοψαν την εκποµπή που είχα στο Α’ πρόγραµµα του ραδιοφώνου (105,8) επί 6 χρόνια, κρατώντας τα µπόσικα στην κατιούσα.
Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα µε τον τρόπο που µε πέταξαν στον κάδο, γιατί βασικά είµαι ένας απ’ αυτούς που υποστηρίζουν τις αξίες. Είµαι άνεργος και αχρήµατος και ηλικιωµένος. Σύνταξη δεν έχω πάρει ακόµα. Ευελπιστώ. Κι όπως ξέρεις, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. ∆εν έχω, πάντως, να πληρώνω ούτε και το νοίκι µου. Εδιωξε και την κόρη µου, από το δηµοτικό Κανάλι 1 του Πειραιά, αµέσως µόλις βγήκε δήµαρχος ο µπασκετµπολίστας Φασούλας. Κι ας έκανε το χαρισµατικό και µορφωµένο κορίτσι επί 4 χρόνια εκποµπές πρότυπα. Είµαι στο κουρµπέτι και το ραδιοφωνικό 50 χρόνια και ξέρω τι είναι τι και ποιος είναι ποιος. Η αυτογνωσία µου είναι πολύ ενισχυµένη. Αντί ν’ ακούν εµάς, που περάσαµε από 40 κύµατα και να µαθαίνουν, µόλις πήραν το σκήπτρο άρχισαν µε τη γνωστή εµπάθεια, απάθεια και αµάθεια τις εκκαθαρίσεις.
Νοµίζω ότι µέσα στο γενικό και αποδεδειγµένο µπάχαλο, τέτοιες ανόητες εξουσιαστικότητες είναι καταδικασµένες και τιµωρητέες. Οποιος φοβάται τη γνώµη µου ή όποιος νοµίζει ότι είναι ανώτερος, ας βγει να µετρηθούµε στα φανερά. Η χώρα δεν αντέχει άλλο κυνισµό, σαχλαµάρα, µπαλαφάρα, αµάθεια και αρχοντοχωριατισµό. Το µικρό µου έργο δείχνει ότι είµαι πειθαρχηµένος στα κοινωνικά ιδεώδη και στην παραγωγή κοινωνικής και εθνικής συνείδησης. Ο υπουργός Πολιτισµού Τηλέµαχος Χυτήρης, ο Παπαδηµητρίου και ο Ταγµατάρχης µε ξέρουν χρόνια πολλά. Ποιος ιθύνων έβγαλε την απόφαση να µε διώξουν; Ας βγει να µας πει το σκεπτικό. Με το ίδιο σκεπτικό µε έδιωξαν το ‘84 και από την τότε ΥΕΝΕ∆, όταν είπα µια µαντινάδα που αφορούσε τον Κοσκωτά…»
Καλό ταξίδι, Μανώλη…