ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ - Τα όμορφα σπίτια όμορφα... ζωγραφίζονται

08 Φεβρουάριος, 2006

Τα όμορφα σπίτια όμορφα... ζωγραφίζονται

Τα όμορφα σπίτια όμορφα... ζωγραφίζονται
Συχνά αρκετοί αναφέρονται στο χρώμα σαν να πρόκειται για ανεξάρτητο στοιχείο της αρχιτεκτονικής, που έρχεται εκ των υστέρων απλώς να καλύψει ή να «διακοσμήσει» μια επιφάνεια.

Του Τάση Παπαϊωάννου

Το θεωρούν δηλαδή «επίθεμα», με το οποίο θα ασχοληθούν πολύ αργότερα, στη φάση των τελειωμάτων του κτιρίου, και όχι στην αρχική διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Μοιάζει η αντίληψη αυτή να θεωρεί το χρώμα μια «λεπτή επιδερμίδα», η οποία μπορεί να καλύπτει αδιακρίτως τα πάντα και να έχει οποιαδήποτε απόχρωση, αφού δεν αποτελεί ούτως ή άλλως ουσιαστικό και εγγενές χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.


Το χρώμα όμως πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε και να το χρησιμοποιούμε ως «δομικό υλικό» της κατασκευής. Χτίζουμε δηλαδή με το χρώμα! Ετσι θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να πούμε «Χτίζουμε με κόκκινο» και όχι «Χτίζουμε με τούβλα».

Οταν ο αρχιτέκτονας φαντάζεται τον αρχιτεκτονικό χώρο, δεν μπορεί παρά να τον φαντάζεται με χρώματα, υλικά, φως. Κάθε φυσικό ή τεχνητό υλικό έχει χρώμα. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να χτίζω με υλικά, χωρίς την ίδια στιγμή να χτίζω με χρώματα;

«Το χρώμα είναι ζωή, γιατί ένας κόσμος χωρίς χρώματα μας φαίνεται νεκρός», υποστήριζε σωστά ο Γιοχάνες Ιτεν.

Χρώμα και αρχιτεκτονική, λοιπόν, πορεύονται ως αναπόσπαστες και αδιαίρετες έννοιες μέσα στον χρόνο. Αν το έχουμε αυτό κατά νου από τα πρώτα σκίτσα που κάνουμε, προσπαθώντας να αποκρυσταλλώσουμε την κεντρική ιδέα του κτιρίου, τότε η λειτουργία των χρωμάτων θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο θα συνθέσουμε τη μορφή του οικοδομήματος και θα συνδυάσουμε τα υλικά του. Θα μας απασχολήσει, δηλαδή, πολύ περισσότερο η σχέση τού ενός υλικού με το άλλο, το πώς θα ακουμπώ το ένα δίπλα στο άλλο, το πώς θα πέφτει το φως πάνω στην επιφάνειά τους και θα αναδεικνύει τις λεπτομέρειες και τις υφές. Μάλιστα μέσα στο ευμετάβλητο φως κάθε ώρας, αλλάζει και η τονικότητα των χρωμάτων μέχρι να φτάσει η νύχτα, όπου όλα γκριζάρουν και χάνονται σιγά-σιγά μέσα στο σκοτάδι.

Φέρνω στον νου μου τα περισσότερα χρώματα με τα οποία βάφτηκαν πολλά παλιά κτίρια στο κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων και των προγραμμάτων του δήμου. Χρησιμοποιήθηκαν ως επί το πλείστον χρώματα έντονα, προκλητικά, σκληρά, από έτοιμα δειγματολόγια, με πρόθεση διακοσμητική, χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τους το ειδικότερο συνθετικό και κατασκευαστικό λεξιλόγιο κάθε κτιρίου, αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτόν τη φυσιογνωμία και την κατασκευαστική τους διάρθρωση, αλλά και τη συνολική εικόνα του δρόμου. Γιατί τελείως διαφορετικοί χρωματικοί κανόνες ισχύουν π.χ. στο νεοκλασικό κτίριο απ' ό,τι στο μεσοπολεμικό ή σε εκείνο της δεκαετίας του '60. Ακόμη και τα υπέροχα πελεκητά αρτιφισιέλ των μεσοπολεμικών πολυκατοικιών καταστράφηκαν με τον χρωματισμό τους, ενώ θα αρκούσε ένας καλός καθαρισμός της επιφάνειάς τους με υδροβολή.

Περπατώντας μέσα στην πόλη, παρατηρούμε ότι η πλειονότητα των κτιρίων καλύπτεται από ένα στρώμα λευκού σοβά, που αργότερα βάφεται με διάφορα άσχετα χρώματα, ανεξάρτητα από τα υλικά του εξωτερικού τους περιβλήματος και τη δομική υπόσταση της κατασκευής. Αντίθετα, δηλαδή, με ό,τι συνέβαινε στην περίοδο του μεσοπολέμου, όπου η ενιαία χρωματικά επιφάνεια του επιχρίσματος τόνιζε την πλαστικότητα της κτιριακής μάζας και ανεδείκνυε την απλή και ευδιάκριτη κυβιστική δομή των κτιρίων, που κτίζονταν σύμφωνα με τις αρχές του μοντερνισμού.

Ολευκός σοβάς, όμως, προκύπτει και αυτός από το φυσικό χρώμα των υλικών που τον αποτελούν (ασβέστης, άμμος ή μάρμαρο) και δεν έχει καμία σχέση με το άσπρο πλαστικό ή ακρυλικό χρώμα με τα οποία βάφουμε συνήθως τις επιφάνειες του κτιρίου, κάνοντάς το να μοιάζει με ψεύτικο πλαστικό κουτί που αντανακλά ενοχλητικά το φως του ήλιου, εμποδίζοντας παράλληλα τους τοίχους να «αναπνεύσουν».

Αν, λοιπόν, αποφασίσουμε να σοβατίσουμε μια επιφάνεια, αρκεί το χρώμα των συστατικών του επιχρίσματος, αφού βεβαίως προηγουμένως προστατέψουμε κατάλληλα την επιφάνεια του τοίχου από την υγρασία. Αν μάλιστα θέλουμε να αλλάξουμε το χρώμα, αρκεί να ανακατέψουμε στη λάσπη έγχρωμες σκόνες (ώχρες, μαύρο, χοντροκόκκινο, λουλακί...) ή ακόμη να αποδώσουμε την επιθυμητή απόχρωση με το φυσικό χρώμα της άμμου, που θα χρησιμοποιήσουμε για το επίχρισμα.

Παλαιότερα, στα λαϊκά κυρίως σπίτια, λίγες ημέρες μετά το σοβάτισμα των τοίχων και πριν το κονίαμα στεγνώσει εντελώς, έβαφαν την επιφάνεια με ασβεστοχρώματα, τα οποία διείσδυαν στη μάζα του επιχρίσματος και εδημιουργείτο έτσι ένα ενιαίο σώμα, εξαιρετικά ανθεκτικό στη διάρκεια του χρόνου. Γαιώδη χρώματα προέκυπταν από το ανακάτεμα του ασβέστη με φυσικές σκόνες της γης -ή και με το ίδιο το χώμα πολλές φορές- πετυχαίνοντας απίστευτα όμορφες αποχρώσεις. Κάθε χρόνο και πριν από τις σημαντικές εορτές ασβέστωναν τους τοίχους και «ξαναζωντάνευαν» το σπίτι, δημιουργώντας με τα χρόνια επάλληλες στρώσεις διαφορετικών αποχρώσεων, ένα ιδιότυπο «παλίμψηστο» που το διακρίνεις μέχρι και σήμερα, αν σκαλίσεις κάτω από το παχύ στρώμα τού ασβέστη. Η επιφάνεια του τοίχου αποκτούσε έτσι μια μοναδική πλαστικότητα, αφού ο ασβέστης προσέδιδε στον σοβά μια εκπληκτική διαφάνεια και φωτεινότητα, δημιουργώντας την αίσθηση βάθους. Εμοιαζε με ζωγραφική. Ζωγράφιζαν τα σπίτια τους, δεν τα έβαφαν!

Το χρώμα του συνόλου προέκυπτε από τον συνδυασμό όλων των επιμέρους χρωμάτων. Τα σπίτια μεμονωμένα, αλλά και οικισμοί ολόκληροι είχαν χρώματα -σε αντίθεση με την πάλλευκη σημερινή τους εικόνα- που «έδεναν» το ένα με το άλλο "και η κτιριακή τους μάζα αποτελούσε χρωματική συνέχεια του εδάφους), αλλά και με το φυσικό περιβάλλον.

Θα μπορέσουμε άραγε να ξαναδούμε το χρώμα με την ίδια καλαισθησία; Μόνον, ίσως, όταν ξαναβρούμε τη χαμένη μας ευαισθησία και κυρίως το μέτρο που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε μας πράξη.

Του ΤΑΣΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ - Αρχιτέκτων, καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 14/01/2006


 www.greekarchitects.gr